- ιδιώνυμος
- -η, -ο (Α ἰδιώνυμος, -ον)αυτός που ονομάζεται ή χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερο όνομανεοελλ.φρ. (νομ.) «ιδιώνυμο αδίκημα» ή απλώς «ιδιώνυμο» — αδίκημα που χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως, διαφορετικά από τα αδικήματα τής γενικότερης κατηγορίας στην οποία από τη φύση του υπάγεται, και που τιμωρείται με ιδιαίτερες, ξεχωριστές ποινές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδι(ο)-* + -ώνυμος (< όνομα, αιολ. και δωρ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν-ώνυμος, επ-ώνυμος].
Dictionary of Greek. 2013.